- ακορύφωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν κορυφώθηκε: Ο πολιτισμός ορισμένων ανατολικών λαών έμεινε ακορύφωτος.2. ο χωρίς κορυφή: Ορισμένες πυραμίδες της Αιγύπτου είναι ακορύφωτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.