ακορύφωτος

ακορύφωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν κορυφώθηκε: Ο πολιτισμός ορισμένων ανατολικών λαών έμεινε ακορύφωτος.
2. ο χωρίς κορυφή: Ορισμένες πυραμίδες της Αιγύπτου είναι ακορύφωτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακορύφωτος — η, ο (Α ἀκορύφωτος, ον) [κορυφῶ ( ώνω)] νεοελλ. αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του αρχ. ο αναρίθμητος …   Dictionary of Greek

  • ἀκορύφωτα — ἀκορύφωτος not to be summed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”